- αποστρώνω
- (Μ ἀποστρώνω, Α -στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώονεοελλ.1. σηκώνω τα στρώματα2. τελειώνω το στρώσιμο3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιούαρχ.στρώνω το δάπεδο με πλάκες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.